αναμασώ

αναμασώ
(-άω) (Α ἀναμασῶμαι)
ξαναμασώ, μηρυκάζω
νεοελλ.
1. μασώ καλά την τροφή
2. επαναλαμβάνω συνεχώς τα ίδια λόγια, περιττολογώ
3. μιλώ με ασάφεια, με υπεκφυγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + μασῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναμάσημα, αναμάσηση, αναμασητής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αναμασώ — αναμασάω / αναμασώ (παρατατ. ούσα), αναμάσησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναμασώ — μάσησα, μασήθηκα, μασημένος 1. ξαναμασώ. 2. μτφ., επαναλαμβάνω ειπωμένα από μένα ή από άλλον: Μια ώρα αναμασούσε τα ίδια και τα ίδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαρκιούμαι — αναμασώ, αναχαράζω, μηρυκάζω …   Dictionary of Greek

  • αναμηρυκάζω — 1. (για μηρυκαστικά ζώα) αναμασώ την τροφή, αναχαράζω 2. (για τα λόγια) επαναλαμβάνω τα ίδια, αναμασώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + μηρυκάζω. ΠΑΡ. αναμηρυκασμός, αναμηρυκαστικός] …   Dictionary of Greek

  • αναγουλιάζω — 1. νιώθω ναυτία, έχω τάση για εμετό, ανακατεύομαι 2. αηδιάζω, σιχαίνομαι, αντιπαθώ 3. κάνω εμετό, ξερνάω 4. παθαίνω ίλιγγο, ζαλίζομαι 5. (για τη θάλασσα) γίνομαι τρικυμιώδης, αναταράσσομαι 6. (για το έδαφος) αναδίδω το νερό που έχω απορροφήσει… …   Dictionary of Greek

  • αναλυγγώνω — 1. έχω λόξυγγα 2. μηρυκάζω, αναμασώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + λυγγώνω < αρχ. λύγξ, γγός «λόξυγγας»] …   Dictionary of Greek

  • αναχαράζω — (AM ἀναχαράσσω) νεοελλ. λέω λίγα λόγια αφήνοντας να υπονοηθούν περισσότερα μσν. νεοελλ. (για ζώα) μηρυκάζω, αναμασώ την τροφή μου αρχ. 1. αναξέω, διεγείρω 2. χαράζω πάλι, ξύνω πάλι 3. παράγω, γεννώ …   Dictionary of Greek

  • επεσθίω — ἐπεσθίω (Α) 1. τρώω κάτι μετά από κάτι άλλο ή μαζί με κάτι άλλο («κρέασι βοείοις χλωρὰ σῡκ ἐπήσθιεν», Ευρ.) 2. τρώω άπληστα 3. τρώω κάτι ως αντίδοτο 4. αναμασώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εσθίω «τρώγω»] …   Dictionary of Greek

  • μασώ — άω (ΑM μασῶμαι, άομαι, Μ και μασῶ, άω) 1. συνθλίβω και πολτοποιώ την τροφή με τα δόντια τών δύο σιαγόνων («δεν μπορεί να μασήσει, γιατί τού λείπουν τα δόντια») 2. τρώγω (α. «σήμερα μασάει συνεχώς» β. «καὶ κρέας μασώμενος», Αριστοφ.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • αναμασάω — / αναμασώ (παρατατ. ούσα), αναμάσησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”